Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Μέγας Αλέξανδρος.Στην γη των ατίθασων,μια διαδρομή για τρελούς και ευσεβείς


"Στη γη των ατίθασων
Από το Χάιμπερ Πας ως τη Λαχόρη, άλλο είναι να πας με αυτοκίνητο κι άλλο με τα πόδια. Όπως κι αν πας, είναι ένα διαρκές προσκύνημα.
Μια διαδρομή για τρελλούς κι ευσεβείς.
Οδοιπορικό του Γ.Παπαδόπουλου-Τετράδη

Του Αλέξανδρου
Το τραίνο κι οι επιβάτες του, που σχεδόν κάθε Κυριακή περνούν, είναι ο άλλος κόσμος για το πολύχρωμο παιδομάνι στα κακοτράχαλα υψώματα.
Είναι ο άλλος κόσμος για το απόρθητο κάστρο του Αλί Μασζίντ, που κρέμεται πάνω σ' ένα λόφο στη μέση του φαραγγιού. Μογγολικός φρουρός πάνω σε βουδιστικά ερείπια, πάνω στις μνήμες από τη στρατιά του Πτολεμαίου του Λάγου, που του 'λαχε ο κλήρος να περάσει με 30.000 Μακεδόνες το στενό και να μπει στην Ινδική και στο Πεχαβάρ το 327 π.Χ. μαζί με τον Αλέξανδρο.

Με τον Αλέξανδρο που ήρθε από πάνω, από τον Ινδοκαύκασο και τη Βακτρία, μέσα από τις απάνθρωπες συνθήκες όπως το συνήθιζε.
Τί έπινε τόσος στρατός, που στην πρώτη γουλιά νερό σε θερίζει η διάρροια; Τί έτρωγε τόσος στρατός, που τα γιδοπρόβατα και τα βοοειδή είναι γεμάτα παράσιτα κι αρρώστιες, στις οποίες δεν έχει αντισώματα, σαν τους ντόπιους, ο ξένος εισβολέας ή επισκέπτης;

Τί ντυνόταν τόσος στρατός, που σε λιανίζουν οι 55 βαθμοί στον ήλιο, χωρίς καν να σέρνεις τη βαρειά ασπίδα, το δόρυ, το σπαθί, την περικεφαλαία, το θώρακα με τις περικνημίδες; Τί ντυνόταν, που το χειμώνα πεθαίνεις από το κρύο και το ξεροβόρι;
Τί αλειβόταν για τους σκορπιούς και τα φίδια, που κοιμούνται δίπλα σου και δεν ξέρεις αν θα προλάβει να σε σώσει το αντίδοτο της ένεσης;

Με τί δυνάμεις προχωρούσε τόσος στρατός, πολεμώντας διαρκώς, που παραδίνεις το πνεύμα σου μόλις τρέξεις 10 λεπτά εκεί πάνω; Εσύ που 'σαι καλοκοιμισμένος και χορτάτος. Όχι αυτοί, που τρέχαν κι ορμούσαν και σπάθιζαν με τις ώρες, ασταμάτητα, ως την επομένη. Μισοξενυχτισμένοι, κακοταϊσμένοι, μισοδιψασμένοι. Σε μια πορεία προς το άγνωστο. Με το φόβο του θανάτου να είναι ένα με το πετσί τους. Επειδή μπροστά επήγαινε ο Σεκάντερ.

Δεν πας ούτε με αιρ κοντίσιον
Μόνο άμα περάσεις το Χάιμπερ Πας, την έρημο του Αφγανιστάν, την έρημο από τα Μάργαλα ως την πεδιάδα του Υδάσπιδος, τον κακοτράχαλο Ινδοκούχ και τις απροσπέλαστες πέτρες της Βακτρίας καταλαβαίνεις:
Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν στα καλά του. Ήταν τρελλός και παλικάρι.
Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Αυτός ο άνθρωπος δεν μετριόταν με τα φυσιολογικά για ανθρώπους μέτρα.
Κι αυτοί που τον ακολουθούσαν πρέπει να ήταν μαγεμένοι. Πρέπει να ξεπέρασαν τον εαυτό τους και τις δυνάμεις τους άπειρες φορές. Πρέπει να τον λάτρευαν σαν ερωμένη.

Σαν Αποκάλυψη.

Στην έρημο μετά τα Μάργαλα, μεταξύ Ισλαμαμπάντ και Λαχόρης, δεν περπατάς ούτε είκοσι λεπτά -αν έχεις πείσμα. Μετά, σκάβεις στο έδαφος λαγούμι να χωθείς να σκιαστείς, γιατί δεν έχει ούτε θάμνο. Κι όταν τη μέρα καίει ο ήλιος με 45 - 49 βαθμούς υπό σκιά, τη νύχτα έχει 32.
Πρέπει να τον λάτρευαν σαν ερωμένη, μα πρέπει να πας για να πειστείς πως είχαν πια ξεπεράσει τον εαυτό τους ήδη, όταν περνούσαν το Χάιμπερ Πας. Αλλά άντεξαν να διασχίσουν κι όλο το Πακιστάν-Πεχαβάρ, Χαρσάντα, Τάξιλα, Μάργαλα, Ύδασπις -μέχρι να τον παρακαλέσουν με δάκρυα να τους γυρίσει πίσω.

Καθώς στέκεσαι στη γέφυρα του ποταμού Υδάσπιδος, έξω από τη Λαχόρη, εκεί που του 'παν "φτάνει, δεν πάει άλλο", το έχεις πει εσύ ήδη από μόνος σου. "Φτάνει".
Αυτός, ο Σεκάντερ ήταν ένας φευγάτος ονειροπαρμένος. Κι αυτοί ήταν οι ήρωες στρατιώτες του. Κι αυτό που τους έφτασε ως εκεί ήταν ότι έτρωγε ό,τι κι αυτοί. Έπινε ό,τι κι αυτοί. Κοιμόταν όπως κι αυτοί. Πολεμούσε μπροστά απ' αυτούς. Αρρώσταινε όσο κι αυτοί.

Και σαν για να αποδείξει σ' αυτούς και στην Ιστορία πως ήτανε φευγάτος, τους γύρισε πίσω από την έρημο του Βαλουχιστάν και τη χειρότερη του Ιράν, χίλια χιλιόμετρα πιο νότια από το Χάιμπερ Πας.
Που εκεί δεν πας ούτε με αιρ κοντίσιον τώρα. Όχι, δεν πας. Στο λένε οι ίδιοι οι νομάδες.
Μόνο κουνάς το κεφάλι με απορία στο έβγα του Χάιμπερ Πας, στην έρημο του Αφγανιστάν. Μια έρημο, που δεν έχει τίποτε ανθρώπινο. Ούτε καν άμμο.

Και καθώς κοιτάς τους καταυλισμούς των ανθρώπων, από πηλό κι άχυρο, αναρωτιέσαι πόσο πιο απάνθρωπη είναι εκείνη η διαδρομή από τούτη. Ή πόσο πιο υπεράνθρωποι ήταν εκείνοι από ετούτους. ".

[Από την "Ελευθεροτυπία" της 22ας (ημέρα Τρίτη) Ιουνίου του 1999, σελίδες 16 & 17.]